χρονογράφοι

χρονογράφοι
χρονογράφος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Χρονικά — I Ιστορικές αφηγήσεις, που περιορίζονται στην αναγραφή των γεγονότων με καθαρά χρονολογνκή σειρά, και για τον λόγο αυτό διακρίνονται από την κυρίως ιστορία, που είναι μαζί σύνθεση και ερμηνεία των γεγονότων. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδίμηρος — (Vladimir).Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’, ο ΆγιοςΜέγας (956 – 1015). Άγιος και ισαπόστολος της Δυτ. Εκκλησίας, μέγας δούκας του Κιέβου (978 1015). Γιος του Σβιατοσλάβου A’και της Μαλούσας, οικονόμου της μητέρας του, πριγκίπισσας Όλγας,… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γκέλτσερ, Χάινριχ — (Heinrich Gelzer, 1847 – 1906).Γερμανός φιλόλογος και ιστορικός. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Βασιλείας, της Χαϊδελβέργης και της Ιένα. Ερεύνησε την ιστορία του Βυζαντίου και ασχολήθηκε με την εκκλησιαστική γεωγραφία. Έργα του: Ο… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ιγκόρ — (Igor). Όνομα δύο Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. (Νόβγκοροντ 875; – Ισκορόστ 945). Ηγεμόνας του Κιέβου (941 945). Διαδέχθηκε τον πατέρα του, Ρούρικ, μετά τον θάνατό του· ουσιαστικά όμως κυβέρνησε μετά τον θάνατο του θείου του, Ολέγκ. Βυζαντινοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”